- γρυμέα
- και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία)1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων2. στρατιωτικό σακίδιο3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάριαρχ.σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γρυμέα ή γρυμαία και γρύτη ανήκουν σε μια ομάδα δημωδών λέξεων, τών οποίων το επίθημα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το γρυ «κάτι χωρίς αξία»].
Dictionary of Greek. 2013.